- δογματολογίας
- δογματολογίᾱς , δογματολογίαexpounding of a doctrinefem acc plδογματολογίᾱς , δογματολογίαexpounding of a doctrinefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.